- πύματα
- πύματοςhindmostneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυμάτα — πυμάτᾱ , πύματος hindmost fem nom/voc/acc dual πυμάτᾱ , πύματος hindmost fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυμάτας — πυμάτᾱς , πύματος hindmost fem acc pl πυμάτᾱς , πύματος hindmost fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυμάτ' — πυμάτᾱͅ , πύματος hindmost fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυμάταν — πυμάτᾱν , πύματος hindmost fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύματ' — πύματα , πύματος hindmost neut nom/voc/acc pl πύματε , πύματος hindmost masc voc sg πύμαται , πύματος hindmost fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ … Dictionary of Greek